Ο Τζο Μπάιντεν είναι από τους Αμερικανούς πολιτικούς που γνωρίζουν σε βάθος τα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου, το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά και έχει εργαστεί θετικά για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Δεν θα έχει την προσωπική σχέση που είχε αναπτύξει ο Πρόεδρος Τραμπ με τον Πρόεδρο Ερντογάν. Αντιθέτως, έχει ασκήσει συχνά κριτική στις πολιτικές του, τον περασμένο Δεκέμβριο μάλιστα τον χαρακτήρισε «αυταρχικό».
Ενδέχεται συνεπώς μια Προεδρία Μπάιντεν να στείλει πιο αποφασιστικά μηνύματα σε σχέση με τους S400, τις τουρκορωσικές σχέσεις ή τον ρόλο της Τουρκίας στη Λιβύη και στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι όμως καθόλου δεδομένο ότι θα υιοθετήσει μία πιο δυναμική στάση απέναντι στις παράνομες ενέργειες της στην Ανατολική Μεσόγειο, πέραν της φραστικής καταδίκης που έχουμε ήδη δει από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Και αυτό γιατί χωρίς να είναι χωρίς συνέπειες η εναλλαγή των Προέδρων στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, είναι ιδιαίτερα σπάνια η αλλαγή παραδείγματος μετά από μια εκλογή. Οι ΗΠΑ, όπως όλες οι χώρες, προσδιορίζουν τις επιλογές τους σε συνάρτηση με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα τους. Θεωρούν παγίως την Τουρκία απαραίτητο πυλώνα της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, η οποία πρέπει να κρατηθεί όσο μακρύτερα γίνεται από τη ρωσική επιρροή. Έχει μάλιστα χάσει έδαφος εντός του Στέιτ Ντιπάρτμεντ η άποψη ότι η Τουρκία έχει ανεπίστρεπτα εισέλθει, λόγω των αυξημένων της περιφερειακών φιλοδοξιών, σε μία πορεία «πακιστανοποίησης», στρατηγικής διατήρησης δηλαδή αποστάσεων από τη Δύση.
Σε επίρρωση των παραπάνω, είχαμε ένα πρώτο δείγμα γραφής για το πώς σκέφτεται το περιβάλλον του εκλεγμένου προέδρου σε πρόσφατη εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ, στην οποία συμμετείχε ο Μάικλ Κάρπεντερ, σύμβουλος του επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Ναι μεν υποστήριξε αυτός ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται ανεύθυνα και επιθετικά και όχι ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ, δήλωσε όμως αντίθετος με την επιβολή κυρώσεων σε αυτήν.
Άσχετη με την εκλογή Μπάιντεν, αλλά σημαντική ψυχρολουσία, ιδιαίτερα για τους υπεραισιόδοξους, απετέλεσε και η πρόσφατη έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σχετικά με τις παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου της Ελλάδας. Αυτή συντάχθηκε σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου για την Ανατολική Μεσόγειο του 2019, οι εισηγητές του οποίου είχαν ως σκοπό να αναδειχθεί η τουρκική επιθετικότητα. Αντιθέτως όμως, το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών ουσιαστικά αποδέχεται σε αυτήν τουρκικές θέσεις και μάλιστα όχι απλώς για τη διαφορά εναέριου χώρου και χωρικών υδάτων (6-10 μίλια) αλλά και για την υποτιθέμενη έλλειψη σαφήνειας ακόμη και για την έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης των 6 ναυτικών μιλίων στο Αιγαίο.
Γίνεται πλέον σαφές, συνεπώς, πόσο κούφιοι ήταν οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για την πολυδιαφημισμένη επίσκεψη Πομπέο και πόσο αλυσιτελής για την πατρίδα μας η πολιτική του “πιστού και προβλέψιμου συμμάχου” του Κ. Μητσοτάκη. Βάσει της τελευταίας παραχωρήσαμε διευκολύνσεις σε ελληνικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις χωρίς ανταλλάγματα, και ιδίως χωρίς να εξασφαλίσουμε καμία εγγύηση κατά της κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας σε Ελλάδα και Κύπρο. Η αντίθεση με την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούσε να είναι εντονότερη: Το πλαίσιο και η αναβάθμιση της διμερούς συνεργασίας εξασφαλίσθηκε τότε στη βάση της λογικής της σύγκλισης συμφερόντων και αμοιβαιότητας.
Η Κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει τα κεκτημένα που εξασφάλισε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (τον στρατηγικό διάλογο, το πλαίσιο 3+1 με το Ισραήλ, την EastMed Act και γενικότερα την υποστήριξη του Κογκρέσου) πολύ καλύτερα απ’ ότι αξιοποίησε την αναθεώρηση της Συμφωνίας Στρατιωτικής Συνεργασίας, εγκαταλείποντας την αντίληψη της χώρας ως «προκεχωρημένου φυλακίου» της Αμερικής. Μόνον έτσι μπορεί να αξιοποιηθεί η θετική ευκαιρία της προεδρίας Μπάιντεν.