Αθήνα, 6 Σεπτεμβρίου 2024
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έχουμε μαζί μας όμως τον πρώτο προσκεκλημένο μας. Μας κάνει ποδαρικό, τον Υπουργό των Εξωτερικών, τον κύριο Γιώργο Γεραπετρίτη. Γεια σας κύριε Υπουργέ. Καλώς ήρθατε.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι μεγάλη μου τιμή και σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Φιλιππίδη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Να είστε καλά. Δικιά μας, γιατί η αλήθεια είναι ότι τα θέματα εξωτερικής πολιτικής έχουν ανοίξει και φαίνονται ότι όλα είναι σε μία ρότα ή ότι κρύβουν μία ευκαιρία. Θα πει κάποιος «τι ευκαιρία; έχει πόλεμο Ρωσία – Ουκρανία στην περιοχή μας, πόλεμο, εχθροπραξίες στην πραγματικότητα, στη Μέση Ανατολή». Παρόλα αυτά, όλα τα υπόλοιπα δείχνουν ότι είναι λίγο σε μία ρότα. Είναι σωστή η αίσθηση που έχω;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κύριε Φιλιππίδη, η ανάλυσή σας, όπως πάντοτε, είναι σωστή. Θέλω να σας πω το εξής ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα βρίσκεται εν μέσω δύο πολέμων. Στη γειτονιά μας να υπάρχουν δύο πόλεμοι, δεν έχει υπάρξει ανάλογο μεταπολεμικό ιστορικό και για το λόγο αυτό είναι πάρα πολύ ιδιαίτερη η συγκυρία. Τείνουμε λιγάκι να υποτιμήσουμε τη σημασία του ότι έχουμε πολέμους στη γειτονιά μας, επειδή το μεταπολεμικό κεκτημένο είναι ένα κεκτημένο ειρήνης. Δυστυχώς, κατέπεσε το κεκτημένο αυτό και πλέον στη Μέση Ανατολή έχουμε πόλεμο, στην Ουκρανία έχουμε πόλεμο. Η Ελλάδα έχει καταφέρει κάτι, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι πάρα πολύ σημαντικό και αυτό νομίζω πρέπει να πιστωθεί διαχρονικά στην εξωτερική πολιτική, στη διπλωματία της Ελλάδας, το οποίο κεφαλαιοποιείται σήμερα, το οποίο είναι ότι έχουμε καταφέρει να έχουμε έναν πάρα πολύ ισχυρό λόγο και έχουμε καταφέρει να έχουμε έναν λόγο ο οποίος είναι αρχής, κανόνας, δηλαδή μπορούμε αυτή τη στιγμή να συνομιλούμε με το Ισραήλ, μπορούμε να συνομιλούμε με τον αραβικό κόσμο, με τον οποίο έχουμε ιστορικούς δεσμούς, μπορούμε να έχουμε μία στάση, η οποία είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο. Δεν έχουμε καμία αρνητική επίδραση από τους πολέμους.
Δείτε λιγάκι τι συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία, στη Γαλλία και αλλού. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, έχουμε τρομοκρατικές επιθέσεις, οι οποίες ερείδονται κατά βάσιν στο γεγονός ότι θεωρείται ότι η γερμανική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε μία στάση, η οποία είναι αμφιταλαντευόμενη. Αλλού υπάρχει μία στάση, η οποία δυσκολεύει πάρα πολύ την άσκηση μίας εξωτερικής πολιτικής αρχών. Εμείς αυτή τη στιγμή δεν έχουμε επηρεαστεί καθόλου από τους πολέμους. Ευτυχώς και θέλω να το τονίσω αυτό, επειδή η οικονομική κατάσταση, η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας είναι πολύ ικανοποιητική και επειδή αποδίδουμε έμφαση στην αμυντική ενίσχυση της χώρας, έχουμε ένα πολύ ισχυρό διπλωματικό κεφάλαιο και η Ελλάδα μέσα από εξαιρετικά αντίξοες διεθνείς συνθήκες, μέσα από μία παγκόσμια ρευστότητα, βγαίνει πάρα πολύ ισχυρή και νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να μπορέσει η Ελλάδα να κεφαλαιοποιήσει αυτό το μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο, το οποίο έχει για να κλείσει εκκρεμότητες δεκαετιών.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εκκρεμότητες όπως τα ελληνοτουρκικά ας πούμε; Έχουμε μία ευκαιρία να κλείσουμε αυτές τις εκκρεμότητες, όταν μιλάμε συνέχεια για κρίσεις;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η κυρία Φωτάκη είναι πάντοτε στην αιχμή των πραγμάτων.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Γι’ αυτό την έχουμε εδώ να είναι to the point.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Ναι πραγματικά και νομίζω ότι είναι πολύ μεγάλο asset για τον σταθμό σας να την έχετε. Θέλω να πω το εξής, τα δύο μεγάλα κεφάλαια της Ελλάδος στην εξωτερική πολιτική διαχρονικώς, στην εθνική εξωτερική πολιτική, είναι τα ελληνοτουρκικά και η Κύπρος. Αναλαμβάνοντας και εγώ την ηγεσία της ελληνικής διπλωματίας με μεγάλη τιμή περίπου 14 μήνες πριν, ανέλαβα αυτό το πολύ μεγάλο βάρος σε εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία. Η συγκυρία του πολέμου της Ουκρανίας και στη συνέχεια του πολέμου της Μέσης Ανατολής, η συγκυρία μίας μεγάλης ρευστότητας στην Ευρώπη, όπου αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι η Ευρώπη πλέον δεν έχει την ενότητα και την αλληλεγγύη που είχε στο παρελθόν.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είπατε εχθές ότι πρέπει να επανεφεύρουμε την Ευρώπη και να σκεφτούμε ξανά τις αξίες της.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Πρέπει να επαναφέρουμε την Ευρώπη στον δρόμο των βασικών αξιών πάνω στις οποίες δομήθηκε. Και οι αξίες αυτές είναι η παράδοση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών, η παράδοση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, η παράδοση των αρχών του διεθνούς δικαίου. Και εκεί πρέπει να εμείνουμε. Βρεθήκαμε λοιπόν πάνω σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία. Η επιλογή ήταν να κάνουμε μία πολιτική, η οποία ήταν πάρα πολύ ενεργητική. Ξέρετε και για μένα ως ηγέτης της ελληνικής διπλωματίας θα ήταν το ευκολότερο -και δεν σας κρύβω ότι υπήρχαν και αυτές οι εισηγήσεις, κύριε Φιλιππίδη- απλά να μπορέσουμε να συντηρήσουμε μία κατάσταση σχετικής ηρεμίας και να πάμε την μπάλα λίγο παρακάτω χωρίς να έχουμε κάνει κάτι ουσιαστικό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Στον αυτόματο πιλότο.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Στον αυτόματο πιλότο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Γιατί όταν δεν κάνεις κάτι είσαι πιο ασφαλής.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Και πιο ασφαλής και πιο δημοφιλής. Δηλαδή ο κίνδυνος εν τέλει είναι από τη δράση και όχι από την αδράνεια. Θέλω όμως να σας πω ότι με την εντολή του Πρωθυπουργού η δικιά μου επιλογή ήταν να είμαστε εξαιρετικά ενεργητικοί και η ενέργεια αυτή διοχετεύτηκε στο Κυπριακό. Πριν από ένα χρόνο, το Κυπριακό βρισκόταν σε μία κατάσταση πλήρους αδράνειας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Το είχαμε ξεγράψει.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Δεν ξέρω αν είχαμε ξεγράψει, αλλά και εγώ αυτό το οποίο αντιμετώπιζα, όταν συνομιλούσα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ήταν μία ματαιότητα σε σχέση με το Κυπριακό, ότι είχαμε φτάσει σε ένα σημείο όπου δεν υπήρχε πλέον η δυνατότητα να μπορέσουν να συζητήσουν οι δύο κοινότητες για να μπορέσουμε να προωθήσουμε μία λύση, η οποία θα ήταν αμοιβαία αποδεκτή και θα ήταν αμοιβαία επωφελής. Πριν από ένα χρόνο ήμασταν στο σημείο μηδέν. Σήμερα είμαστε σε ένα σημείο, στο οποίο το Κυπριακό είναι προτεραιότητα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και αισθάνομαι πραγματικά μία πάρα πολύ μεγάλη ικανοποίηση για το γεγονός ότι έχουμε καταφέρει να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει αναβαθμίσει το ζήτημα του Κυπριακού σε μείζονα προτεραιότητα και για το λόγο αυτό έχουν κληθεί και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης για να συζητήσουν, να έχουν διμερείς συζητήσεις για τα θέματα που αφορούν την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν οι συνθήκες, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε το Κυπριακό.
Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες είναι ο δεύτερος μεγάλος πυλώνας της ελληνικής διπλωματίας και το χρόνιο αγκάθι, αυτή τη στιγμή έχουμε κάνει σημαντικά βήματα. Τα σημαντικά βήματα έχουν να κάνουν κυρίως με το γεγονός ότι έχει παγιωθεί μία κατάσταση, κατά την οποία θεωρούμε αυτονόητο -δεν ήταν, θέλω να το πω κατηγορηματικά, αν και σήμερα μπορεί να αισθανόμαστε ότι είναι αυτονόητο- το γεγονός ότι δεν υπάρχουν παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, δεν υπάρχουν μείζονες προκλήσεις εκ μέρους της Τουρκίας, δεν υπάρχουν τα θέματα μεταναστευτικών ροών, τα οποία είχαμε να διαχειριστούμε το 2015-2016 και το 2020. Άρα, αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μία φάση, στην οποία μπορούμε να συνομιλούμε.
Ξέρετε, εγώ είμαι φύσει διαβουλευτικός άνθρωπος. Αυτό προκύπτει από την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα. Δεν θεωρώ ότι μπορούμε να βρούμε εύκολα λύσεις για όλα. Αλλά μπορούμε να συζητούμε, αν μη τι άλλο, και μέσα από τον διάλογο, από μία διαβουλευτική διάθεση.
Θα μου πείτε: θα τα λύσουμε τα προβλήματα με την Τουρκία; Σας πρόλαβα κύριε Φιλιππίδη. Το είδα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και επίσης, αν δεν τα λύσουμε, αυτά τα ήρεμα νερά δεν κρατάνε για πάντα. Δεν είναι αυτονόητα ή βρίσκουν μία αφορμή από κάτι άλλο. Τη δημιουργούμε κι εμείς μερικές φορές, από ένα ερευνητικό πλοίο που ερευνά για ένα καλώδιο στην Κάσο.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Προσπαθείτε, νομίζω, να με κεντρίσετε τώρα για το θέμα αυτό, το οποίο είναι πολύ υψηλής ευαισθησίας. Διότι, ξέρετε, πολλές φορές υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικά επίπεδα συζήτησης.
Είναι το επίπεδο της αξιολογικής κρίσης: Η αξιολογική κρίση είναι, για παράδειγμα, ότι τα ελληνοτουρκικά μπορούν να επιλυθούν στη βάση αμοιβαίας κατανόησης ή δεν υπάρχει πραγματικά καμία δυνατότητα να μπορέσουμε κάποια στιγμή να βρούμε μία μέση οδό. Αυτή είναι μία αξιολογική κρίση. Υπάρχει και η κρίση ότι μπορούμε να συζητήσουμε και να βρούμε αυτή τη λύση, η οποία θα διασφαλίσει στις επόμενες γενιές ευημερία και ειρήνη. Αυτή είναι μία αξιολογική κρίση.
Υπάρχουν όμως δίπλα στις αξιολογικές κρίσεις και τα πραγματικά δεδομένα. Στα πραγματικά δεδομένα δεύτερη αντικειμενική εκδοχή δεν υπάρχει. Η πραγματικότητα είναι εκεί ή δεν υφίσταται.
Η πραγματικότητα, λοιπόν, στο ζήτημα της Κάσου ήταν πάρα πολύ συγκεκριμένη, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, κυρία Φωτάκη, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση κύριε Φιλιππίδη. Τι συνέβη;
Έχουμε την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό, το ερευνητικό πλοίο, το οποίο έχει την εντολή εκ μέρους της αναδόχου εταιρείας, βγήκε σε διεθνή ύδατα για να κάνει την έρευνά του. Εμείς, η ελληνική πολιτεία, δώσαμε την άδεια για να γίνει η έρευνα αυτή, επειδή η έρευνα γίνεται σε ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Οι Τούρκοι θεωρούν, προφανώς εσφαλμένα, επί τη βάσει του παράνομου και ανυπόστατου τουρκολιβυκού Μνημονίου, έχουν την αξίωση να θεωρούν ότι εκεί όπου πήγε το πλοίο είναι τουρκική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Και γι’ αυτό το λόγο ήρθαν σε μία σχετική απόσταση από την έρευνα τα τουρκικά πολεμικά πλοία.
Αυτά είναι τα αντικειμενικά δεδομένα. Που κατέληξε μετά από 36 ώρες αυτή η συζήτηση; Κατέληξε στο ακόλουθο: Τα τουρκικά πλοία αποχώρησαν, δεν υπήρξε καμία -επαναλαμβάνω- δεν υπήρξε καμία αναγνώριση σε σχέση με τις φερόμενες αξιώσεις της τουρκικής πλευράς. Δεν αναγνωρίσαμε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη ή υφαλοκρηπίδα, προφανώς γιατί δεν δόθηκε καμία άδεια εκ μέρους της Τουρκίας, και η έρευνα ολοκληρώθηκε απολύτως, στο 100%.
Κάποιος θα έλεγε ότι αυτό ήταν μια μεγάλη νίκη της ελληνικής διπλωματίας. Πώς παρουσιάστηκε το θέμα κυρία Φωτάκη;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Γι’ αυτό ήθελα να ρωτήσω. Γιατί λοιπόν το παρουσιάσαμε σαν μία τεράστια ήττα;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αυτό θα μου επιτρέψετε να πω ότι ίσως είναι θέμα αυτοκριτικής δικής σας. Διότι, εάν αυτή τη στιγμή έχουμε τα δεδομένα, τα οποία εμφανίστηκαν, προλαμβάνουμε κρίσεις, ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι μπορούμε να συνομιλούμε με την Τουρκία.
Εσείς, κυρία Φωτάκη, είστε έμπειρη, είστε αρκετά χρόνια στο διπλωματικό ρεπορτάζ. Θέλω να μου πείτε πραγματικά, αν θεωρείτε ότι μια τέτοια κατάσταση στο παρελθόν θα οδηγούσε στα αποτελέσματα αυτά. Είχαμε λοιπόν αυτό το αποτέλεσμα, το οποίο οδήγησε σε πλήρη έρευνα και σε πλήρη αποχώρηση σε σχέση με τα τουρκικά πολεμικά πλοία. Η παρουσίαση του θέματος, η οποία έγινε δια του Τύπου στην κοινωνία, από την αντιπολίτευση -απήντησα πολύ αναλυτικά πολλαπλές φορές, και στη Βουλή στο πλαίσιο ερώτησης του ΣΥΡΙΖΑ- ήταν διαφορετική. Θέλω να μου πείτε, για ποιο λόγο συνέβη αυτό;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Είναι κατανοητό, κύριε Υπουργέ. Και πριν δώσουμε το λόγο στον Δημήτρη τον Μανιάτη που μας ακούει και ετοιμάζεται για το ερώτημά του,
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ρώτησε για την Κάσο και θα ρωτήσω αμέσως μετά για τη διασύνδεση. Γιατί η διασύνδεση με ενδιαφέρει το ίδιο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό που νιώθω είναι ότι έχει τεθεί ο άξονας ελληνοτουρκικές σχέσεις ως μέρος και των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Βεβαίως.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έχω την αίσθηση ή μάλλον διορθώστε με, ότι έχει λίγο εξασθενήσει αυτή η γραμμή από τη δική σας μεριά, από τη μεριά της κυβέρνησης. Μήπως δεν το βλέπουμε και σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Μήπως δεν το υπενθυμίζουμε με ένταση και αυτό;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου είναι ένα πρόγραμμα κοινού ενδιαφέροντος για την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι PMI (Έργο Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος). Αυτό σημαίνει ότι χρηματοδοτείται εν μέρει από την Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι υπό την σκέπη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γιατί; Διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση φροντίζει, έτσι ώστε όλα τα κράτη-μέλη της να βρίσκονται σε ένα καθεστώς ενεργητικής ενεργειακής ασφάλειας. Η μόνη χώρα, η οποία δεν απολαύει ενεργειακής αυτονομίας και ασφάλειας είναι η Κύπρος, επειδή ακριβώς έχει αυτή τη γεωγραφική απομόνωση.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Ένωση ότι θα υιοθετήσει το Πρόγραμμα Κοινού Ενδιαφέροντος της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου. Άρα είναι υπό την σκέπη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ερχόμαστε λοιπόν και λέμε το εξής: Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα παρέχει όλες τις αναγκαίες διασαφήσεις ότι θα υπάρξει πλήρης γεωπολιτική κάλυψη σε σχέση με την ηλεκτρική διασύνδεση και αυτό εξάλλου φάνηκε.
Πώς φάνηκε; Φάνηκε εκ του γεγονότος ότι εν τέλει η έρευνα ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τον προγραμματισμό της. Αν με ρωτήσετε κύριε Μανιάτη, αν αυτό θα συμβεί και στο μέλλον, θα σας πω ότι η δική μου αίσθηση είναι βεβαίως, ότι θα ολοκληρωθεί. Ένα πρόγραμμα, το οποίο χαρακτηρίζεται Ευρωπαϊκού Κοινού Ενδιαφέροντος δεν είναι εύκολο να εμποδιστεί από τον οποιονδήποτε.
Άρα για εμάς είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι υπάρχει αυτή η γεωπολιτική ομπρέλα της Ευρωπαϊκής Ένωσης πάνω στο πρόγραμμα αυτό, αλλά από την άλλη πλευρά τα αντικειμενικά δεδομένα δεν μπορούμε να τα αγνοούμε. Οι συμπατριώτες μου στην Κάσο και στην Κάρπαθο το είδαν. Το πλοίο βγήκε από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, βγήκε σε διεθνή ύδατα στην ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, ολοκλήρωσε την έρευνα. Επαναλαμβάνω: Ολοκλήρωσε την έρευνα βάσει του προγραμματισμού και αυτή τη στιγμή μπορούμε να θεωρούμε ότι το πρόγραμμα βρίσκεται σε εξέλιξη χωρίς να παρεμποδίζεται.
Αν με ρωτήσετε εάν η Τουρκία θα αποστεί από τις αξιώσεις τις οποίες έχει, κύριε Φιλιππίδη, η απάντηση είναι σαφής: Δεν θα αποστεί. Δεν είμαι αιθεροβάμων, ούτε αφελής. Δεν πιστεύω ότι η Τουρκία, εν μία νυκτί, θα θεωρήσει ότι το τουρκολιβυκό Μνημόνιο είναι κάτι, το οποίο δεν υφίσταται, ότι η “γαλάζια πατρίδα” δεν υφίσταται.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Άρα πώς θα βρούμε λύση;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Η απάντηση, κυρία Φωτάκη, είναι πάρα πολύ σαφής. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία εγείρει αξιώσεις εκ του γεγονότος του ότι έχει το ιδεολόγημα της γαλάζιας πατρίδας, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στο διεθνές δίκαιο, και το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο είναι άκυρο και ανυπόστατο. Αυτές είναι οι αξιώσεις οι οποίες εγείρονται εκ μέρους της Τουρκίας. Γιατί στην πραγματικότητα εγείρονται οι αξιώσεις αυτές; Επειδή Ελλάδα και Τουρκία δεν έχουν ακόμη οριοθετήσει θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Πότε οριστικά θα λυθούν τα θέματα, τα οποία αφορούν τις υποκείμενες διαφορές Ελλάδος και Τουρκίας; Πότε θα πάψουμε να βλέπουμε, κύριε Φιλιππίδη, πλοία τουρκικά τα οποία, όχι να παρεμποδίζουν, αλλά να βρίσκονται εκεί και να αναδεικνύουν το μήνυμα εκ μέρους της Τουρκίας ότι εγείρει αξιώσεις; Μόνον όταν οριοθετήσουμε τις θαλάσσιες ζώνες με την Τουρκία. Αυτή είναι η απάντηση και το μήνυμα, το οποίο προκύπτει. Μπορεί στην προκειμένη περίπτωση της Κάσου, η ελληνική πλευρά εν τέλει να ήταν εκείνη, η οποία βγήκε ωφελημένη επειδή ολοκληρώθηκε η έρευνα, δεν παύει όμως να ανακύπτει διαρκώς το ζήτημα του κατά πόσον θα έχουμε στο μέλλον τέτοια γεγονότα έως ότου οριοθετήσουμε με την Τουρκία.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα μου επιτρέψετε να κάνω τον προβοκάτορα, αλλά αν στην Κάσο είδαμε κρίση και υπαναχώρηση, όπως αναφέρουν τα μέσα ενημέρωσης.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είδατε κρίση; Θα μου επιτρέψετε να αντιστρέψουμε για λίγο τους ρόλους. Θα μου επιτρέψετε για ένα λεπτό. Θέλω λοιπόν εγώ τώρα να γίνω ο ερωτών και εσείς οι ερωτώμενοι. Θέλω να μου πείτε, γνωρίζοντας το παρελθόν το οποίο έχουμε ζήσει στην Ελλάδα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εάν θεωρείτε ότι αυτό το οποίο συνέβη στην Κάσο ήταν κάτι, το οποίο ήταν κρίση και το οποίο απέβη σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Για μένα όχι.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Μισό λεπτό. Υπάρχει και το ζήτημα έχει προκαλέσει όμως μια ανησυχία στην Κύπρο από την αύξηση του γεωπολιτικού κινδύνου…
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θα το πιάσουμε κι αυτό. Άρα λοιπόν, ρητά θεωρείτε ότι δεν προέκυψε κρίση και ότι δεν υπήρξε υπαναχώρηση, καμία αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας και ήταν επ’ ωφελεία της Ελλάδος.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εγώ συμφωνώ. Πάμε όμως. Εάν τα μέσα ενημέρωσης σε μεγάλο βαθμό, η αντιπολίτευση, κατηγόρησαν την ελληνική διπλωματία για υπαναχώρηση, για κρίση, για επεισόδιο, για οτιδήποτε σε αυτή την περίπτωση. Όταν θα πρέπει να οριοθετήσουμε και θα πρέπει να εξηγήσουμε ότι το αφήγημα που είχαμε τόσα χρόνια, συγκεκριμένα ότι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ελλάδας φτάνει μέχρι την Κύπρο, πώς θα το εξηγήσουμε αυτό και δεν θα κατηγορηθεί οποιοσδήποτε πάει να βάλει την υπογραφή του ότι είναι προδότης;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κοιτάξτε να δείτε, κυρία Φωτάκη, μιλάτε σε έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει ένα πάρα πολύ υψηλό εθνικό φρόνημα και μιλάτε σε κάποιον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται σε αυτή τη θέση ακριβώς και μόνο για να υπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα. Δεν πρόκειται ποτέ να βάλω τη δική μου υπογραφή, ούτε να κλονίσω τη δικιά μου παρακαταθήκη με κάτι το οποίο είναι εθνικά επιζήμιο. Νομίζω κανένας Υπουργός Εξωτερικών, κανένας Πρωθυπουργός – ποτέ, είτε είναι όπως είναι σήμερα η Νέα Δημοκρατία, είτε στο παρελθόν ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε στο μέλλον, οποιοσδήποτε πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών – δεν θα συναινέσει σε κάτι, το οποίο θα είναι επιβλαβές για τα εθνικά μας συμφέροντα. Θέλω λοιπόν να σας πω το εξής: ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια ευκαιρία, ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας για να μπορέσουμε να λύσουμε τα μεγάλα θέματα, τα οποία έχουμε με την Τουρκία. Κύριε Φιλιππίδη, τέτοιες ευκαιρίες δεν παρουσιάζονται στην ιστορία συχνά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και οι πόλεμοι είναι ένα μομέντουμ, ας το παραδεχτούμε. Κακό, αλλά είναι.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Δεν θέλω να χαρακτηρίσω ποτέ τους πολέμους ότι δημιουργούν ένα μομέντουμ. Θέλω όμως να πω ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, επειδή έχει ακριβώς ένα πάρα πολύ υψηλό διεθνές διπλωματικό κεφάλαιο δεν προσδιορίζεται μόνον εκ του γεγονότος της ισχυρής διπλωματικής θέσης της Ελλάδας, έχει να κάνει με τη δημοσιονομική, την οικονομική θέση της Ελλάδας, έχει να κάνει με το γεωπολιτικό αποτύπωμα, έχει να κάνει με την αμυντική της ισχύ. Εάν λοιπόν η σύνθεση όλων αυτών των πραγμάτων μας οδηγεί στο ότι η Ελλάδα έχει σήμερα ένα ισχυρό κεφάλαιο, και αν υπάρχει διάθεση και εκ μέρους της Τουρκίας να συζητήσουμε όχι απλά για τα ζητήματα εκείνα, τα οποία προκαλούν μια καθημερινή ένταση, όπως είναι, παραδείγματος χάριν, η ένταση που προκαλείται από την παράνομη αλιεία ή η ένταση η οποία προκαλείται από την παράτυπη μετανάστευση – αλλά να πιάσουμε την πηγή του προβλήματος, και η πηγή του προβλήματος πρέπει να το καταλάβει ο ελληνικός λαός, η πηγή των προβλημάτων στις σχέσεις μας με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της υφαλοκρηπίδας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, να μπει ο πολιτικός διάλογος στα δύσκολα;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Μόνο εάν επιλύσουμε τα ζητήματα, τα οποία έχουν να κάνουν με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία, τότε μόνο θα μιλάμε για μία μακροπρόθεσμη ειρήνη και ευημερία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Πρέπει να το κατανοήσουμε αυτό, κύριε Μανιάτη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν πρέπει όμως να αποποιηθεί η Τουρκία του δόγματος της γαλάζιας πατρίδας για να γίνει αυτό;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Είναι ολοφάνερο ότι θα πρέπει να φύγουμε από διαθέσεις, οι οποίες είναι μαξιμαλιστικές. Αυτό δεν συζητείται. Δεν μπορούμε επ’ ουδενί να δεχθούμε τα δόγματα εκείνα, τα οποία διαμορφώθηκαν, ξέρετε, και συν τω χρόνω. Θέλω να σας πω κάτι, μια μικρή ιστορία. Το 2002 ξεκινούν οι διερευνητικές επαφές. Είναι στην πραγματικότητα ένα και μόνο ζητούμενο το πώς θα μπορέσουμε να συζητήσουμε σχετικά με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Το 2002.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : 22 χρόνια πριν.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Αυτό το οποίο τώρα συζητάω, και σας μιλώ με ειλικρίνεια, με εθνική φρόνηση, με πατριωτισμό εθνικό, είναι ότι υπάρχει ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας. Εκείνες οι επαφές του 2002, στην πραγματικότητα ξεκίνησαν την επαύριο της κρίσης των Ιμίων, το 1997 – τότε ξεκινούν οι συζητήσεις στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις διμερείς και στη συνέχεια, με τις τριμερείς συζητήσεις υπό τον Τομ Μίλερ κτλ. Λοιπόν, προσέξτε. Από το 2002 μέχρι το 2022, είκοσι χρόνια, συζητούμε για τα θέματα των οριοθετήσεων στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών. Είκοσι χρόνια. Ξέρετε πόσοι γύροι διερευνητικών επαφών έγιναν;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Εξήντα τέσσερις.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Συγχαρητήρια, κυρία Φωτάκη. 64 γύροι διερευνητικών επαφών έγιναν για να μπορέσουμε να πούμε ότι πλησιάζουμε προς μία επίλυση του ζητήματος της οριοθέτησης. Ποια ήταν η πρόοδος που συντελέστηκε είκοσι χρόνια;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Καμία.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Όχι. Στην πραγματικότητα είμαστε σε μία θέση, η οποία ίσως είναι και δυσμενέστερη από αυτή που βρισκόμασταν πριν από το 2002, γιατί κάθε φορά που είχαμε μία συζήτηση, δυστυχώς προέκυπταν και νέα θέματα, μαξιμαλιστικές διαθέσεις εκ μέρους της Τουρκίας, οι οποίες καθιστούσαν το έργο ακριβώς πολύ δυσχερέστερο. Και λέω λοιπόν: εάν επί 20 χρόνια και 64 γύρους διερευνητικών επαφών δεν μπορέσαμε να φθάσουμε σε ένα επίπεδο να μπορούμε να συζητήσουμε, όχι για την ουσία, αλλά ούτε καν για τη διαδικασία, σήμερα είναι μία ευκαιρία, γιατί μπορούμε να μιλάμε με μία σχετική ειλικρίνεια με την Τουρκία. Διότι οι ηγέτες των δύο χωρών έχουν επιδείξει μια απτή διάθεση να μπορέσουν να συζητήσουν για τα ζητήματα αυτά και γιατί, νομίζω, έχει αλλάξει πάρα πολύ το διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον. Αυτή τη στιγμή, περισσότερο από ποτέ νομίζω, ο πολιτικός, ο γεωπολιτικός χρόνος τρέχει με αστραπιαίες ταχύτητες. Ξεκινάς το πρωί να συζητάς και το απόγευμα έχουν καταστεί πραγματικότητα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα μου επιτρέψετε, το είδαμε και στην περίπτωση Τουρκίας – Αιγύπτου αυτό;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Για την περίπτωση της Τουρκίας με την Αίγυπτο, θα μου επιτρέψετε μία παρατήρηση. Πριν κλείσω όμως αυτή την παρατήρηση, για να μην αφήσουμε κενά, θέλω να σας πω το ακόλουθο: Εκείνο που απεδείχθη συν τω χρόνω, είναι ότι όταν ο γεωπολιτικός χρόνος τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, το να επιλέγεις την αδράνεια είναι οπισθοδρόμηση. Εάν σήμερα κάνουμε μία καταστατική πολιτική επιλογή ότι αφήνουμε τα πράγματα σε αυτή την ησυχία, να μπορέσουμε λίγο να καταλαγιάσουμε τις εντάσεις, να μην έχουμε μείζονες κρίσεις.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σε ποιον απευθύνεστε; Το λέτε και μέσα στο κόμμα αυτό;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Όχι. Το λέω πρωτίστως προς την ελληνική κοινωνία, κύριε Φιλιππίδη. Διότι η αλήθεια είναι πως πρέπει όλοι να κατανοήσουμε ότι το γεωπολιτικό περιβάλλον είναι τέτοιο, το οποίο επιβάλλει μια πολύ ενεργητική πολιτική. Δεν μπορούμε, όταν όλα τρέχουν, εμείς να εθελοτυφλούμε. Και για να πω για την Αίγυπτο, γιατί έχει δίκιο ο κ. Μανιάτης να το θέτει, είχαμε τη συζήτηση, τη συνάντηση, τις συμφωνίες. Θέλω να είμαι σαφής. Και θέλω να διαβεβαιώσω και εσάς και δι’ υμών και τους ακροατές σας και τον ελληνικό λαό για το ακόλουθο: Οι σχέσεις Ελλάδας και Αιγύπτου είναι βαθιά ριζωμένες. Δεν αναιρούνται, δεν πλήττονται, δεν ανακαλούνται. Είχα την ευκαιρία να συζητήσω εκτενώς χθες με τον Υπουργό Εξωτερικών της Αιγύπτου. Θέλω να σας πω το ακόλουθο. Εγώ θέλω, και το λέω με ειλικρίνεια, όλες οι σύμμαχες χώρες, όλοι οι στρατηγικοί μας εταίροι να έχουν καλές σχέσεις με τους γείτονες και καλές σχέσεις με την Τουρκία. Στρατηγική σχέση, όμως, μπορείς να έχεις μόνον με έναν εταίρο. Και εμείς με την Αίγυπτο είμαστε στρατηγικοί εταίροι. Άρα δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος. Και θέλω να σας πω ότι τη σχέση αυτή, την ιστορικά και διαχρονικά βαθιά καλλιεργημένη αυτή σχέση, την έχω καλλιεργήσει ακόμη περισσότερο και δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος υποβάθμισής της.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πριν κλείσουμε, τελευταία ερώτηση. Ηλεκτρική διασύνδεση θα γίνει με την Κύπρο; Αντιλαμβάνομαι ότι οι Κύπριοι το σκέφτονται αρκετά, η κυπριακή κυβέρνηση.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Κοιτάξτε να δείτε. Όπως σας είπα, είναι ένα πρόγραμμα κοινού ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολύ μεγάλης σημασίας. Βγάζει την Κύπρο από την ενεργειακή απομόνωση και την εντάσσει στον ενεργειακό ευρωπαϊκό χάρτη. Για εμάς είναι πάρα πολύ μεγάλης σημασίας και ενεργειακά και γεωπολιτικά. Είναι προφανές ότι θα πρέπει να συντρέχουν οι οικονομοτεχνικές προϋποθέσεις. Εγώ θέλω να το τονίσω με έμφαση. Δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει κανένα απολύτως γεωπολιτικό ρίσκο στο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Δεν αισθάνομαι ότι υπάρχει ο οποιοσδήποτε κίνδυνος να εμποδιστεί αυτή η διασύνδεση. Το διεθνές δίκαιο – το ξέρει η κυρία Φωτάκη, το επισημαίνω και για τους αγαπητούς φίλους – προστατεύει όλες τις έρευνες, οι οποίες γίνονται για την ηλεκτρική διασύνδεση, καθώς επίσης και την πόντιση των καλωδίων. Άρα δεν υπάρχει καμία περίπτωση να υπάρξει παρεμπόδιση του καλωδίου αυτού. Άλλο ζήτημα βεβαίως, εάν αυτό είναι οικονομοτεχνικά ωφέλιμο και γεωπολιτικά σκόπιμο. Για την Ελλάδα όμως είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο. Έχουμε επενδύσει πάνω σε αυτό. Εξάλλου, ελληνική εταιρεία και μάλιστα δημοσίων συμφερόντων είναι εκείνη, η οποία είναι η ανάδοχος εταιρεία και εμείς αγκαλιάζουμε απολύτως το έργο αυτό.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ευχαριστούμε θερμά, κύριε Υπουργέ. Ευχαριστούμε.
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Ήταν μεγάλη η τιμή. Σας ευχαριστώ.