«Αύξηση ποινών για τα αδικήματα σεξουαλικής παρενόχλησης/κακοποίησης στον χώρο εργασίας»
Με αφορμή και τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις σε σχέση με εκβιαστικές πρακτικές στον εργασιακό χώρο σε βάρος, κυρίως, γυναικών, η βουλευτής Α΄ Αθηνών, Όλγα Κεφαλογιάννη, κατέθεσε κοινοβουλευτική Ερώτηση προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με θέμα «Ανάγκη επιμήκυνσης της προβλεπόμενης ποινής για τα αδικήματα της σεξουαλικής παρενόχλησης/κακοποίησης στον χώρο εργασίας».
Η κυρία Κεφαλογιάννη, στην Ερώτησή της, θέτει στον αρμόδιο Υπουργό το κρίσιμο ζήτημα της επιμήκυνσης της προβλεπόμενης ποινής για το αδίκημα της κατάχρησης σε γενετήσια πράξη, σύμφωνα με τα μέγιστα προβλεπόμενα από τον ποινικό κώδικα.
Η βουλευτής τόνισε ότι η γενετήσια πράξη, κατά κατάχρηση της εξάρτησης που υπάρχει σε επίπεδο εργασίας, είναι η συνηθέστερη τυποποιημένη μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης/κακοποίησης στον χώρο εργασίας.
Η συμπεριφορά αυτή, αφορά στην ανοχή ή αποδοχή των σεξουαλικών απαιτήσεων ατόμου που κατέχει, εργασιακά, θέση ισχύος έναντι του αποδέκτη της σεξουαλικής παρενόχλησης/κακοποίησης.
Οι πράξεις αυτές, μάλιστα, συντελούνται, συνήθως, με τη μορφή του όρου για να γίνει μία πρόσληψη ή να συνεχιστεί η συνεργασία ή η περαιτέρω εργασιακή εξέλιξη του ατόμου που δέχεται την παρενόχληση μέσα στους κόλπους μίας εργασιακής σχέσης.
Εντούτοις, το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης στον εργασιακό χώρο τιμωρείται με ποινή μικρότερη από το αδίκημα του βιασμού, που αφορά στη συνουσία και τις πράξεις ίσης βαρύτητας με αυτήν. Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι ο ίδιος ο όρος «γενετήσια πράξη» χρησιμοποιείται στον ποινικό μας κώδικα και για τα δύο αυτά αδικήματα.
Δημιουργείται, έτσι ένα παράδοξο ποινικής αντιμετώπισης των αδικημάτων αυτών, διότι κάθε μορφή γενετήσιας πράξης χωρίς τη συναίνεση του παθόντα και ειδικά στον εργασιακό χώρο, έχει βαρύτατη επίπτωση στην ψυχολογία και την εν γένει κοινωνική υπόσταση του ατόμου.
Μετά την κατάθεση της Ερώτησης προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η κυρία Κεφαλογιάννη έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Σήμερα, οι σοβαρότατες αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, θέτουν τα ζητήματα ελευθερίας, ισότητας και δικαιοσύνης στην πρόσβαση και τις συνθήκες εργασίας, σε απόλυτη προτεραιότητα για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας».